γλυκοκοιμίζω

γλυκοκοιμίζω
μετ. навевать сладкий сон, убаюкивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γλυκοκοιμίζω" в других словарях:

  • γλυκοκοιμίζω — κοιμίζω κάποιον (κυρίως παιδί) γλυκά με νανούρισμα ή παραμύθια …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκοιμίζω — γλυκοκοίμισα, γλυκοκοιμήθηκα, γλυκοκοιμισμένος, αποκοιμίζω κάποιον ευχάριστα: Η γιαγιά μάς γλυκοκοιμίζει με παραμύθια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»